Γλωσσάρι

Άρια είναι μουσικός όρος που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει κάθε εκφραστική μελωδία για φωνή. Σήμερα, ο ίδιος όρος περιγράφει μία μουσική σύνθεση για μία φωνή και ορχήστρα, που συναντάται σε οπερετικά έργα.

Μουσική Μπαρόκ ονομάζεται η μουσική που εντάσσεται στην ομώνυμη γενική καλλιτεχνική τεχνοτροπία και αναπτύχθηκε πρώτα στην Ιταλία κατά τον 17ο αιώνα και εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη.

Κλασική μουσική ονομάζεται ευρύτερα η δυτικοευρωπαϊκή μουσική παραγωγή, που εκτείνεται σε μία αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο, περίπου από το έτος 470 μ.Χ. μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.

Η έννοια της κλασικής μουσικής, παραπέμπει σε μία “ανώτερη μορφή μουσικής σύνθεσης”, η οποία έχει πιο σοβαρούς σκοπούς, πέρα από τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα.

Εκεί μας παραπέμπει κι ετυμολογία της λέξεως στη λατινική: classicus = κάτι εξαιρετικό, ένας όρος που συνδέεται μέσω διαφόρων ορισμών με την ελληνική και λατινική αρχαιότητα, ως «συμμόρφωση του ύφους ή της σύνθεσης με τα πρότυπα της ελληνικής και λατινικής αρχαιότητας» (Oxford English Dictionary). Οι ορισμοί αυτοί μεταφέρθηκαν στην μουσική για να κάνουν διακριτή την διαφορά μεταξύ της “έντεχνης μουσικής” από την παραδοσιακή και λαϊκή.

Διαβάστε το σχετικό μας άρθρο εδώ.

Κορεπετίτορας ( Γαλλικά: Répétiteur (αρς.), Répétiteuse (θυλ.), Γερμανικά: Korrepetitor) είναι ο πιανίστας ο οποίος είναι συνοδός, δάσκαλος ή προπονητής χορευτών μπαλέτου ή τραγουδιστών όπερας.

Λυρικός τραγουδιστής – τρια, αποκαλούμε τους τραγουδιστές της όπερας, (Μονωδούς) που έχουν μακροχρόνια και συστηματικά εκπαιδευτεί για ν’ αποκτήσουν την κατάλληλη τεχνική και τις γνώσεις που απαιτούνται για να τραγουδήσουν σε ένα Λυρικό Θέατρο.

Μονοφωνία ή μονοφωνική μουσική χαρακτηρίζεται κάθε μουσικό είδος το οποίο βασίζεται σε μία και μόνη μελωδική γραμμή, που ακόμα και αν παίζεται ή τραγουδιέται από πλέον του ενός εκτελεστή, αναπαράγεται από όλους ταυτόχρονα και πανομοιότυπα.

Όπερα (ιταλικά: opera = έργο), είναι σύνθετο μουσικό θεατρικό είδος, δηλαδή ένα είδος που περιλαμβάνει συγχρόνως μουσική και σκηνική δράση. Οι διάλογοι και μονόλογοι των ηθοποιών της όπερας (Λυρικών τραγουδιστών), αποδίδονται με τη μορφή τραγουδιού ενώ η θεατρική παράσταση εκτυλίσσεται παρουσία ενός μουσικού συνόλου (ορχήστρας) καθώς και σκηνικών.

Διαβάστε το άρθρο μας για την γέννηση της όπερας εδώ.

Πολυφωνία ή πολυφωνική μουσική, χαρακτηρίζεται κάθε μουσικό είδος το οποίο βασίζεται σε πολλές μελωδικές γραμμές, οι οποίες συμπλέκονται κατάλληλα σχηματίζοντας μία πολυγραμμική υφή.

Κουαρτέτο (ιταλικά: quartetto) ένα μουσικό σύνολο αποτελούμενο από τέσσερις εκτελεστές έγχορδων μουσικών οργάνων (συνήθως δύο βιολιά, μια βιόλα κι ένα βιολοντσέλο). Θεωρείται θεμελιώδες σύνολο για τη μουσική δωματίου, επειδή αποτελείται από όργανα της ίδιας οικογενείας και διαθέτει μεγάλη τονική έκταση. Είναι ένα σημαντικό μέσο ερμηνείας, για συνθέτες μετά το 1750.

Σόλο (ιταλικά: solo = μόνος), όρος που χρησιμοποιείται πολλαπλά είτε σε έργα ορχήστρας, σε χρήση οργάνου, είτε σε χορικά έργα.

Σολίστας (γαλλικά: soliste, ιταλικά: solista) είναι ο ερμηνευτής μουσικού οργάνου ή τραγουδιστής, που ερμηνεύει ένα μουσικό έργο μόνος (χωρίς συνοδεία άλλων οργάνων, π.χ. πιανίστας), ή τον συνοδεύουν άλλα όργανα (πιάνο, μικρό σχήμα, ορχήστρα) ερμηνεύοντας την κύρια μελωδία, ή ένα μουσικό έργο στο οποίο έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Έγχορδα είναι ξύλινα μουσικά όργανα της κλασικής ορχήστρας, που παίζονται με ένα δοξάρι από τρίχες αλόγου. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει το βιολί, τη βιόλα, το τσέλο και το κοντραμπάσο.

Privacy Preference Center